φατσ̌ημένος
[fatʃʰːiménos]
Μετοχή
[fatʃʰːiménos]
Μετοχή
Βαρεμένος, κολλημένος με κάτι - κυρίως με κάποιον ή κάποια.
Παραδείγματα
(μτφ) Tρελαμένος.
Παράδειγμα
« Είμαι πολλά φατσ̌ημένος πάνω της! Μόλις την είδα, ερωτέφτηκα την.»
Συνώνυμα:
, κολλημένος
Προέλευση
Το επίθετο φατσ̌ημένος προέρχεται απο το ρήμα φακκώ.
Πηγές
http://wikipriaka.com/cy/dict/17