φουγάρον
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Ουσιαστικό, ουδέτερο
Αυτός που καπνίζει πολύ.
Παράδειγμα
Πόσο τσιάρον, ρε φουγάρο! Που την ώρα που ήρτες εν τον έσβησες.
Περισσότερα ...
Αυτός που καπνίζει πολύ.
Πόσο τσιάρον, ρε φουγάρο! Που την ώρα που ήρτες εν τον έσβησες.