φράππα
Ουσιαστικό, θηλυκό
Ουσιαστικό, θηλυκό
(μτφ) Ανοησία, βλακεία που λέει ή κάνει κάποιος.
Παραδείγματα
Εν έπιασα καλό βαθμό στην έκθεση που έγραψα, μάλλον ήταν φράππα!
Κλείσε ρε την τηλεόραση αφού μόνο φράππες λαλούν!
Περισσότερα ...
(μτφ) Ανοησία, βλακεία που λέει ή κάνει κάποιος.
Εν έπιασα καλό βαθμό στην έκθεση που έγραψα, μάλλον ήταν φράππα!
Κλείσε ρε την τηλεόραση αφού μόνο φράππες λαλούν!