φράππας
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ο βλάκας, που δεν καταλαβαίνει και πολλά.
Παράδειγμα
Εν τέλεια φράππας τούτος, εβάλαμεν του μια δουλειά τζ̌αι εν μπορεί να την κάμει.
Προέλευση
Παράγεται από το θηλ. ουσ. φράππα με προσθήκη του παραγωγικού επιθήματος -ας.