φτείρηςΕπίθετοΕιρωνικόΜειωτικόΑυτός που είναι μικροκαμωμένος. ΠαράδειγμαΡε κοίτα τζ̌ίνο τον μιτσ̌ή, εν τέλεια φτίρης μπροστά στους άλλους. Συνώνυμα: , ποτσίαροΑντώνυμα: , κορμί, άρμαΠροέλευσηΠροέρχεται από τη λέξη φτείρα 'ψείρα'.