χάσκας
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Αυτός που μένει με το στόμα ανοιχτό.
Παράδειγμα
Μα άδε τον τούτο ρε, έμεινεν όπως το άγαλμα τζ̌αι θωρεί σε ο χάσκας!!!
Αυτός που είναι χαζός, βλάκας.
Παράδειγμα
Μα είσαι τέλεια χάσκας ρε; επίες στο φούρνο τζ̌αι εν εγόρασες ψωμί;