χάφτας
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Αυτός που τα χάφτει όλα, ο βλάκας.
Παράδειγμα
Εν να είσαι πολλά χάφτας αν παραιτηθείς που τόσο καλή δουλειά.
Προέλευση
Από το χάφτω, με προσθήκη του παραγωγικού επιθήματος -ας.
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Η ίδια λέξη υπάρχει και στη νεοελληνική αργκό.
υπάρχει το σύνθετο ουσιαστικό χαφτομπούτσιης, το οποίο χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που δεν έχει όρεξη να φάει.