χάχας
Ουσιαστικό, αρσενικό

  1. Αυτός που γελάει συχνά χωρίς λόγο.

  1. Αυτός που είναι ανόητος, χαζός.


Παραδείγματα

Εφκήκαν ραντεβού τζ̌αι αντράπηκε να της μιλήσει ο χάχας!


Εστείλαμεν τον τάδε πολιτικό στο κοινοβούλιο πέρκι δούμε άσπρη μέρα τζ̌αι εγελάσαν του, του χάχα.

Προέλευση

Χάχας = λέξη ηχομίμητη, χα - χα, ο βλάκας, ο σαχλός, στη διάλεκτο, ομοίως και στην κοινή ελληνική, συνώνυμο του μπούφος.

Σημειώσεις

download (6)

Γράψτε ένα σχόλιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.