χάχας
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Αυτός που γελάει συχνά χωρίς λόγο.
Αυτός που είναι ανόητος, χαζός.
Παραδείγματα
Εφκήκαν ραντεβού τζ̌αι αντράπηκε να της μιλήσει ο χάχας!
Εστείλαμεν τον τάδε πολιτικό στο κοινοβούλιο πέρκι δούμε άσπρη μέρα τζ̌αι εγελάσαν του, του χάχα.
Προέλευση
Χάχας = λέξη ηχομίμητη, χα - χα, ο βλάκας, ο σαχλός, στη διάλεκτο, ομοίως και στην κοινή ελληνική, συνώνυμο του μπούφος.