χαμάλης
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ο ανειδίκευτος εργάτης που μεταφέρει βάρη, αχθοφόρος.
Ο άνθρωπος που κάνει τις δύσκολες και κουραστικές δουλειές με χαμηλό μισθό.
Αυτός που κάνει τις δουλειές των άλλων.
Παραδείγματα
-Μπορείς να μου φέρεις ένα ποτήρι νερό; -Παρέτα με, εν τζιαι είμαι ο χαμάλης σου.
Έγινα ο χαμάλης τους τζιμέσα! Ούλλη μέρα βάλουν με να κουβαλώ πράματα!
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Χρησιμοποιείται και στην ελληνική αργκό με την ίδια έννοια.