χασκιάζωΡήμαΚοινή αργκόΧαρακτηρισμός κατάστασηςΑποσυντονίζω κάποιον, τον κάνω να τα χάσει. Παραδείγματα Ήντα μόνο τζιαι μόνο που προσπαθώ να τις εξηγήσω καν τι εν το syncing between iTunes and iPhone χασκιάζω την, την καημένη. Όπως εβάστουν το γάλαν, το κουλλούριν τζιαι τ’ αφκά έφυα χωρίς να πλερώσω. Όϊ ως ενέργεια αντιφασιστικής διαμαρτυρίας, αλλά επειδή εχασκιάστηκα.