χωραΐτης
Ουσιαστικό, διγενές
Ουσιαστικό, διγενές
Αυτός που κατάγεται από την πόλη της Λευκωσίας και/ή μένει μόνιμα σε αυτήν.
Παράδειγμα
Εν εν Λεμεσ̆ιανός τούτος, εν χωραΐτης.
Συνώνυμα:
βούτυρος, βούτυρος
Παρατηρήσεις (γλωσσικές)
Όπως και σε πολλά άλλα ελληνικά νησιά, η λέξη Χώρα χρησιμοποιείται για να δηλωθεί η πρωτεύουσα, οπότε χωραΐτης ονομάζεται ο πρωτευουσιάνος.