χόχος
Ουσιαστικό, αρσενικό
Ουσιαστικό, αρσενικό
Οπαδός της χοχό, της ποδοσφαιρικής ομάδας Ομόνοια Λευκωσίας.
Παραδείγματα
Πάλε έννα χωστούν μες τ' αρμάρκα οι χόχοι.
Συνώνυμα:
κινέζος, κινέζος
Περισσότερα ...
Οπαδός της χοχό, της ποδοσφαιρικής ομάδας Ομόνοια Λευκωσίας.
Πάλε έννα χωστούν μες τ' αρμάρκα οι χόχοι.