ψόφος
[psófos]
Ουσιαστικό, αρσενικό
[psófos]
Ουσιαστικό, αρσενικό
Θάνατος ζώου.
Παράδειγμα
(παροιμία) Kακό σκυλί ψόφο δεν έχει.
(μτφ) Πολύ κρύο,παγωνιά.
Παραδείγματα
Kλείσε το παράθυρο τζ̌αι φυσά πολλά, εν ψόφος!!!
Φράσεις
- ψόφο να φκάλεις
Περισσότερα ...
Θάνατος ζώου.
(παροιμία) Kακό σκυλί ψόφο δεν έχει.
(μτφ) Πολύ κρύο,παγωνιά.
Kλείσε το παράθυρο τζ̌αι φυσά πολλά, εν ψόφος!!!