πούτταροςΟυσιαστικό, αρσενικόΣεξουαλικόΜουνάρα, πολύ ωραία γυναίκα. Συνώνυμα: σ̌σ̌ίστατσος, σ̌σ̌ίστατσοςΠροέλευσηΑπό το ουσ. πούττος και τη μεγενθυντική κατάληξη -αρος.