γαουρόπελλοςΕπίθετοΑυτός που είναι εντελώς πελλός, που κάνει του κεφαλιού του. ΠαραδείγματαΝα ψήσεις σούβλα στη θάλασσα τη νύχτα, να τα κάμεις ούλλα λιλλίτσια τζαι να φύεις αφήνοντας πίσω σου τα σκουπίθκια για να ξέρει ο τουρίστας το πρωί που θα έρτει ποιός γαουρόπελλος έρεξεν που τζιαμέ. Πριν λλία χρόνια αθθυμάστε την σφαγή στην Πολυτεχνική Σχολή της Βιρτζίνια, στις ΗΠΑ΄ Ήταν ένας γαουρόπελλος, εχώρισε τον η γενέκα, εν το επήρε καλά, εζώστηκε τα άρματα, επήε και έραψε 33 πλάσματα και στο τέλος αυτοκτόνησε. Συνώνυμα: σ̌σ̌υλλόπελλος, κατάπελλος, σ̌σ̌υλλόπελλος, κατάπελλος