γαουρινός

δημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 29 Μαΐου 2024)

γαουρίσιμος

δημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 29 Μαΐου 2024)

γαουρκά

δημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 29 Μαΐου 2024)

γαουρο-

δημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 31 Μαρτίου 2016)
Πρώτο συνθετικό λέξεων που χρησιμοποιείται επιτατικά για να προσδώσει αρνητική έννοια στο δεύτερο συνθετικό, το οποίο παρουσιάζεται ως: α) ανησυχητικά μεγάλου μεγέθους, όγκου ή βάρους: γαουρόβιλλος, γαουρόπατσος... β) ενοχλητικά αγενές, ανάγωγο ή άσχημο : γαουρομούτσουνος, γαουρόφωνος... γ) όλα τα πιο πάνω μαζί - ή τέλος πάντων ως κάτι που ο ομιλητής θέλει να μειώσει ή να προσβάλει με ευσύνοπτο και κατανοητό τρόπο:  γαουρόπελλος, γαουρόσπορος...

γαουρόγαρος

δημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 1 Φεβρουαρίου 2017)
Αυτός που είναι τόσο αγενής και αναίσθητος, τόσο γάρος που μπορούμε να πούμε ότι είναι χειρότερος και από γάρο.