γαουρο-
δημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 31 Μαρτίου 2016)Πρώτο συνθετικό λέξεων που χρησιμοποιείται επιτατικά για να προσδώσει αρνητική έννοια στο δεύτερο συνθετικό, το οποίο παρουσιάζεται ως:
α) ανησυχητικά μεγάλου μεγέθους, όγκου ή βάρους: γαουρόβιλλος, γαουρόπατσος...
β) ενοχλητικά αγενές, ανάγωγο ή άσχημο : γαουρομούτσουνος, γαουρόφωνος...
γ) όλα τα πιο πάνω μαζί - ή τέλος πάντων ως κάτι που ο ομιλητής θέλει να μειώσει ή να προσβάλει με ευσύνοπτο και κατανοητό τρόπο: γαουρόπελλος, γαουρόσπορος...
γαουρόβιλλος
δημιουργήθηκε από σιεροκουτάλα (τροποποιήθηκε 28 Δεκεμβρίου 2015)Ο βίλλος του γάρου, που είναι εντυπωσιακά μεγάλος.
Δείτε ακόμη 1 ορισμό ...
γαουρόβιλλος, -η -ο
δημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 28 Δεκεμβρίου 2015)Αυτός που νομίζει ότι έχει γαουρόβιλλο, ότι είναι ψωλαράς.
γαουρόβορτος
δημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 31 Μαρτίου 2016)Μουλάρι.
Δείτε ακόμη 1 ορισμό ...
γαουρόγαρος
δημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 1 Φεβρουαρίου 2017)Αυτός που είναι τόσο αγενής και αναίσθητος, τόσο γάρος που μπορούμε να πούμε ότι είναι χειρότερος και από γάρο.