έκαψα τζ̌' εκαούρτισα κάποιονδημιουργήθηκε από tinkerbell (τροποποιήθηκε 3 Μαρτίου 2016) Ταλαιπώρησα κάποιον ιδιαίτερα με τις πράξεις ή με τη συμπεριφορά μου. Κοινή αργκό