κκιλιντζ̌ιρκόν
δημιουργήθηκε από mariacon (τροποποιήθηκε 5 Σεπτεμβρίου 2017)Κάποιος ή κάτι που είναι βρώμικο, απεριποίητο, ελεεινό.
Δείτε ακόμη 1 ορισμό ...
κκιλίντζιρος
δημιουργήθηκε από mariosIX (τροποποιήθηκε 5 Δεκεμβρίου 2015)Αυτός που είναι βρομιάρης και ατημέλητος.