λειψιμιόςδημιουργήθηκε από σιεροκουτάλα (τροποποιήθηκε 5 Δεκεμβρίου 2015) Αυτός που του λείπει κάτι, που είναι λειψός, είτε σωματικά (πολύ αδύνατος), είτε διανοητικά (ανόητος). Κοινή αργκόΜειωτικόΧαρακτηρισμός προσώπου