λυμένοςδημιουργήθηκε από σιεροκουτάλα (τροποποιήθηκε 19 Νοεμβρίου 2015) (μτφ) Αυτός που είναι πωρωμένος, καμένος, κολλημένος με κάτι, που παιδεύεται με κάτι και δεν το αφήνει. Δείτε ακόμη 1 ορισμό ... Νεανική γλώσσαΧαρακτηρισμός προσώπου