λυσ̌σ̌ιοπεινώ
δημιουργήθηκε από polina_assioti (τροποποιήθηκε 11 Φεβρουαρίου 2016)Πεθαίνω της πείνας.
λυσ̌σ̌ιώ
δημιουργήθηκε από angelantoni (τροποποιήθηκε 13 Απριλίου 2016)(αμτβ) Οργίζομαι, θυμώνω πολύ, μανιάζω.
Δείτε ακόμη 1 ορισμό ...
λύω τζ̌αι στάσσω
δημιουργήθηκε από Fleur (τροποποιήθηκε 23 Ιανουαρίου 2016)Λιώνω και 'στάζω', ιδρώνω δηλαδή από τη ζέστη ή από την πολλή κίνηση.
Δείτε ακόμη 2 ορισμούς ...