ματσουτζ̌ιά
δημιουργήθηκε από Victoria Jones (τροποποιήθηκε 10 Ιουλίου 2017)Βλακεία, γκάφα, ανόητη πράξη ή συμπεριφορά.
ματσούτζ̌ιν
δημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 27 Φεβρουαρίου 2016)Ο ανόητος, αυτός που κάνει ματσουτζ̌ές.
μαυρής, μαυρού
δημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 24 Απριλίου 2019)Άνθρωπος από τη μαύρη φυλή.
Δείτε ακόμη 1 ορισμό ...