παλαίουραςδημιουργήθηκε από σιεροκουτάλα (τροποποιήθηκε 1 Δεκεμβρίου 2015) Αυτός που εκτελεί τον δεύτερο χρόνο της θητείας του στον κυπριακό στρατό και είναι αρχαιότερος στην κατάταξη από κάποιους άλλους. ΣτρατιωτικόΧαρακτηρισμός προσώπου
παλαρισμένος (-ος, -η, -ον)δημιουργήθηκε από katerina (τροποποιήθηκε 15 Αυγούστου 2017) (μτφ) Θυμωμένος. Χαρακτηρισμός προσώπου
παλάρωδημιουργήθηκε από katerina (τροποποιήθηκε 15 Αυγούστου 2017) Γκαζώνω, επιταχύνω. Δείτε ακόμη 1 ορισμό ...