πασ̌αμάς (1)
δημιουργήθηκε από stathis (τροποποιήθηκε 29 Μαρτίου 2016)Φασαρία, σούσουρο που γίνεται από πολλές φωνές ανθρώπων που μιλούν όλοι μαζί.
Δείτε ακόμη 2 ορισμούς ...
πασ̌αμάς (2)
δημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 29 Μαρτίου 2016)Αυτός που είναι άνθρωπος της διασκέδασης, που συμμετέχει πάντα στον πασ̌αμά.