πασ̌οκώλαδημιουργήθηκε από CS_Nick (τροποποιήθηκε 5 Ιανουαρίου 2016) Η χοντροκώλα, αλλά και γενικά η γυναίκα που είναι αντιαισθητικά χοντρή. Δείτε ακόμη 1 ορισμό ... Κοινή αργκόΜειωτικόΧαρακτηρισμός προσώπου