πατσ̌αούρινδημιουργήθηκε από Stelios (τροποποιήθηκε 10 Φεβρουαρίου 2016) (μτφ) Άνθρωπος ηλικιωμένος, άσχημος και σε κακή φυσική κατάσταση. Κοινή αργκόΜειωτικό
πατσ̌ιόγεροςδημιουργήθηκε από kttera01 (τροποποιήθηκε 2 Ιανουαρίου 2016) Άντρας μεγάλης ηλικίας, σε κακή διανοητική και φυσική κατάσταση, πατσόγερος. ΜειωτικόΧαρακτηρισμός προσώπου