σ̌σ̌ίζω (κάποιον)δημιουργήθηκε από dkontonikolas (τροποποιήθηκε 16 Αυγούστου 2017) Γαμώ, "σκίζω" κάποιον. Νεανική γλώσσαΣεξουαλικό
σ̆σ̆ιπεττορούθουνοςδημιουργήθηκε από trampoukos (τροποποιήθηκε 16 Οκτωβρίου 2016) Αυτός που έχει μεγάλα ρουθούνια, σαν κάννες κυνηγετικού όπλου. ΜειωτικόΧαρακτηρισμός προσώπου