σ̌σ̌υλλόπελλοςδημιουργήθηκε από katerina (τροποποιήθηκε 22 Φεβρουαρίου 2016) Αυτός που είναι κάτι παραπάνω από πελλός, κατάπελλος. Χαρακτηρισμός προσώπουΧιουμοριστικό