στοτσ̌ιάζω
δημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 5 Σεπτεμβρίου 2017)Γεμίζω υπερβολικά, τιγκάρω, κυρίως από το πολύ φαγητό.
Δείτε ακόμη 1 ορισμό ...
στότσ̌ιν
δημιουργήθηκε από katerina (τροποποιήθηκε 5 Φεβρουαρίου 2016)(μτφ) Υλικό, μικρής κατά κανόνα αξίας, που χρησιμοποιείται για παραγέμισμα.
Δείτε ακόμη 2 ορισμούς ...