σ̌ασ̌άρωδημιουργήθηκε από Natalie (τροποποιήθηκε 8 Ιανουαρίου 2016) Βιάζομαι, κάνω κάτι βιαστικά και απρόσεχτα. Νεανική γλώσσα
σ̌ασ̌ούρηςδημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 25 Δεκεμβρίου 2015) Αυτός που είναι βιαστικός και απρόσεκτος, ο τσαπατσούλης. Κοινή αργκό