σ̌εζολίρης
δημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 29 Απριλίου 2016)Αυτός που χέζει λίρες, που είναι πάμπλουτος.
σ̌έζομαι (πάνω μου)
δημιουργήθηκε από TTheodoros (τροποποιήθηκε 23 Ιανουαρίου 2016)(μτφ) Χέζομαι, τα κάνω επάνω μου από το φόβο.
Περισσότερα ...