σ̌έσης
δημιουργήθηκε από σιεροκουτάλα (τροποποιήθηκε 3 Δεκεμβρίου 2015)(μτφ) Αυτός που χέζεται από το φόβο του, που τα κάνει πάνω του, ο δειλός, ο φοβητσιάρης.
σ̌εσμένος
δημιουργήθηκε από σιεροκουτάλα (τροποποιήθηκε 23 Δεκεμβρίου 2015)(μτφ) Αυτός που τον έχουν γραμμένο, που δεν τον υπολογίζουν.
Δείτε ακόμη 3 ορισμούς ...
σ̌εσμένος (της λίρας)
δημιουργήθηκε από σιεροκουτάλα (τροποποιήθηκε 13 Φεβρουαρίου 2016)Αυτός που έχει μεγάλη περιουσία, που είναι πολύ πλούσιος.
σ̌εσμένος (του κοζ̌ιού)
δημιουργήθηκε από σιεροκουτάλα (τροποποιήθηκε 13 Φεβρουαρίου 2016)Αυτός που είναι ιδιαίτερα τυχερός στα χαρτιά, που έχει συνέχεια καλό χαρτί.