σ̌οίροςδημιουργήθηκε από mariacon (τροποποιήθηκε 28 Δεκεμβρίου 2015) Αυτός που έβαλε πολλά κιλά, που πάχυνε πολύ. Δείτε ακόμη 1 ορισμό ... Κοινή αργκόΜειωτικόΧαρακτηρισμός προσώπου