τάκκος (2)δημιουργήθηκε από polina_assioti (τροποποιήθηκε 18 Ιουλίου 2017) Στρατιώτης που τεμπελιάζει, που συνέχεια προσπαθεί να λουφάρει. ΣτρατιωτικόΧαρακτηρισμός προσώπου
τακκουρά η οκκά μου/σου...δημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 14 Φεβρουαρίου 2016) (πρχ) Δεν πάω καλά, έχω τρελαθεί.
τακκώννωδημιουργήθηκε από Panagiotis Theodoulou (τροποποιήθηκε 16 Αυγούστου 2016) Είμαι τάκκος, λουφάρω συνέχεια και αποφεύγω τις δραστηριότητες που απαιτούν μόχθο. Στρατιωτικό