φάουσα

δημιουργήθηκε από stathis (τροποποιήθηκε 23 Μαρτίου 2017)
Δύστροπη και μοχθηρή γυναίκα.

φαουσ̌άζω

δημιουργήθηκε από Natalie (τροποποιήθηκε 3 Δεκεμβρίου 2016)
Τρώω πολύ και με μεγάλη λαιμαργία, ντερλικώνω.

φαουσ̌άρης

δημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 3 Δεκεμβρίου 2016)
Αυτός που όλο φαουσ̌άζει, ο λαίμαργος, ο φαταούλας.

φαούσ̌ασμαν

δημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 3 Δεκεμβρίου 2016)
Η ενέργεια του φαουσ̌άζω, το να τρώει κανείς πολύ και λαίμαργα.

φαουσ̌ιάζω

δημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 29 Μαΐου 2024)

φαουσ̌ιάρης

δημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 29 Μαΐου 2024)

φάουσος

δημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 2 Απριλίου 2016)
Δύστροπος και μοχθηρός άντρας.