φκάλλω σπάσμανδημιουργήθηκε από mymaria (τροποποιήθηκε 4 Ιανουαρίου 2016) Σταματώ να μιλώ, βγάζω το σκασμό. Ξιτιμασ̌ιάΥβριστικό
φκάλλω τζ̆αι το σ̆σ̆οινίν τζ̆αι το παλλούτζ̆ινδημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 28 Φεβρουαρίου 2016) Το παραξηλώνω, τραβάω μία κατάσταση στα άκρα.
φκάλλω τον σ̌σ̌ίστοδημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 23 Φεβρουαρίου 2020) Βγάζω το σκασμό. Ξιτιμασ̌ιά
φκάλλω τσούννεςδημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 27 Ιανουαρίου 2016) (μτφ) Βγάζω εξανθήματα, δεν αντέχω μία κατάσταση. Κοινή αργκό
φκιακάςδημιουργήθηκε από katerina thoma (τροποποιήθηκε 20 Απριλίου 2016) Αυτός που έχει μεγάλα αυτιά. Δείτε ακόμη 1 ορισμό ... Κοινή αργκόΧαρακτηρισμός προσώπου