φακκόλοοςδημιουργήθηκε από Haritini (τροποποιήθηκε 18 Ιανουαρίου 2016) Αυτός που μιλάει δηκτικά, που δεν μασάει τα λόγια του ακόμα κι αν ξέρει ότι θα γίνει προσβλητικός. Κοινή αργκόΜειωτικόΧαρακτηρισμός προσώπου
φακκολοώδημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 18 Ιανουαρίου 2016) Μιλώ δηκτικά, 'χτυπάω' τον άλλον λέγοντας πράγματα που ξέρω πως θα τον προσβάλλουν ή θα τον πειράξουν.
φακκώδημιουργήθηκε από katerina (τροποποιήθηκε 25 Δεκεμβρίου 2015) (με αιτιατική) Κτυπώ απότομα και συνήθως με κρότο. Δείτε ακόμη 1 ορισμό ... Χαρακτηρισμός προσώπου
φακκώ γυρόν του μπάκαρηδημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 23 Μαΐου 2019) Γυρίζω άσκοπα, χωρίς αποτέλεσμα.
φακκώ κάποιου κέντρονδημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 4 Μαρτίου 2016) Εκνευρίζω κάποιον πολύ, του τη σπάω άσχημα. Νεανική γλώσσα
φακκώ πιέλλανδημιουργήθηκε από kyriakos (τροποποιήθηκε 5 Μαΐου 2016) Κουράζομαι πάρα πολύ, εξαντλούμαι. Δείτε ακόμη 1 ορισμό ... Χαρακτηρισμός κατάστασης
φακκώ τηνδημιουργήθηκε από Fleur (τροποποιήθηκε 7 Ιανουαρίου 2016) Καταφέρνω να πάρω απαλλαγή από τη στρατιωτική θητεία. Στρατιωτικό
φακόςδημιουργήθηκε από trampoukos (τροποποιήθηκε 1 Απριλίου 2016) Είδος μπίλιας που χρησιμοποιούσαν τα παιδιά στα παιχνίδα τους, συνήθως ημιδιαφανής και πράσινης απόχρωσης. Παιχνίδια