γαουρο-
δημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 31 Μαρτίου 2016)Πρώτο συνθετικό λέξεων που χρησιμοποιείται επιτατικά για να προσδώσει αρνητική έννοια στο δεύτερο συνθετικό, το οποίο παρουσιάζεται ως:
α) ανησυχητικά μεγάλου μεγέθους, όγκου ή βάρους: γαουρόβιλλος, γαουρόπατσος...
β) ενοχλητικά αγενές, ανάγωγο ή άσχημο : γαουρομούτσουνος, γαουρόφωνος...
γ) όλα τα πιο πάνω μαζί - ή τέλος πάντων ως κάτι που ο ομιλητής θέλει να μειώσει ή να προσβάλει με ευσύνοπτο και κατανοητό τρόπο: γαουρόπελλος, γαουρόσπορος...