ματσουτζ̌ιάδημιουργήθηκε από Victoria Jones (τροποποιήθηκε 10 Ιουλίου 2017) Βλακεία, γκάφα, ανόητη πράξη ή συμπεριφορά. Νεανική γλώσσα
ματσούτζ̌ινδημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 27 Φεβρουαρίου 2016) Ο ανόητος, αυτός που κάνει ματσουτζ̌ές. Νεανική γλώσσα
μέθοδος των τριών ουδημιουργήθηκε από daniel28 (τροποποιήθηκε 16 Δεκεμβρίου 2015) Επιλογή που γίνεται εντελώς τυχαία, στα τυφλά. Νεανική γλώσσα
μέν μάσ̆εσαιδημιουργήθηκε από MariaDem (τροποποιήθηκε 30 Νοεμβρίου 2016) Μα είναι δυνατόν, σοβαρολογείς; Δείτε ακόμη 1 ορισμό ... Νεανική γλώσσα
μιλώ με κάποιονδημιουργήθηκε από σιεροκουτάλα (τροποποιήθηκε 23 Ιανουαρίου 2016) (μτφ) Φλερτάρω με κάποιον, παίζει φάση. Νεανική γλώσσα
μουσ̌αμμάςδημιουργήθηκε από Marianna Charalambous (τροποποιήθηκε 15 Μαρτίου 2016) Αυτός που είναι αδιάφορος, χωρίς ευαισθησίες. Νεανική γλώσσα
μπαίνωδημιουργήθηκε από makats (τροποποιήθηκε 24 Νοεμβρίου 2019) Καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι κάτι που ειπώθηκε ή έγινε. Νεανική γλώσσα
μπεστούαδημιουργήθηκε από Mikaella_Papantoniou (τροποποιήθηκε 17 Φεβρουαρίου 2016) Η κολλητή φίλη. Νεανική γλώσσα
μπίληςδημιουργήθηκε από polina_assioti (τροποποιήθηκε 24 Δεκεμβρίου 2015) Ο λογαριασμός, ιδίως στο εστιατόριο. Νεανική γλώσσαΧιουμοριστικό