τραμπάρωδημιουργήθηκε από dkontonikolas (τροποποιήθηκε 29 Φεβρουαρίου 2020) Σουφρώνω, "τσιμπάω" κάτι, συνήθως μικρής αξίας, χωρίς να ζητήσω την άδεια του ιδιοκτήτη. Δείτε ακόμη 1 ορισμό ... Νεανική γλώσσα
τράμπαςδημιουργήθηκε από kttera01 (τροποποιήθηκε 1 Δεκεμβρίου 2016) Αυτός που συνεχώς προσπαθεί να αποκομίσει όφελος χωρίς να πληρώσει, ο τρακαδόρος, ο μουχτιτζ̌ής. Νεανική γλώσσαΧαρακτηρισμός προσώπου
τρώω (την) φλασ̌ιάνδημιουργήθηκε από mamik (τροποποιήθηκε 4 Μαρτίου 2016) Έχω μία ξαφνική έμπευνση, αναλαμπή. Νεανική γλώσσα
τρώω πόρτανδημιουργήθηκε από michalis_christoforou (τροποποιήθηκε 4 Μαρτίου 2016) Με εμποδίζουν να μπω κάπου. Νεανική γλώσσα
τρώω χιδημιουργήθηκε από MariaDem (τροποποιήθηκε 4 Φεβρουαρίου 2016) Αποτυγχάνω σε κάτι ή απορρίπτομαι από κάποιον. Νεανική γλώσσα
τσακροπίννωδημιουργήθηκε από pmitro01 (τροποποιήθηκε 23 Δεκεμβρίου 2015) Καταναλώνω μεγάλη ποσότητα αλκοόλ. Νεανική γλώσσα
τσαλάτζ̆ινδημιουργήθηκε από leonora (τροποποιήθηκε 22 Ιανουαρίου 2017) Λιώμα, τύφλα στο μεθύσι. Νεανική γλώσσα
τσ̌αρτζ̌άρωδημιουργήθηκε από tinkerbell (τροποποιήθηκε 10 Φεβρουαρίου 2016) Φορτίζω, γεμίζω μία συσκευή με ηλεκτρικό φορτίο. Νεανική γλώσσα
τσιλλά κάποιον το πάπλωμανδημιουργήθηκε από Eirini.Ch (τροποποιήθηκε 4 Μαρτίου 2016) Κάποιος κοιμάται πολλές ώρες ή απλά τεμπελιάζει στο κρεβάτι, σαν να τον πλάκωσε το πάπλωμα και να μην μπορεί να σηκωθεί. Νεανική γλώσσα